- ζητησιάρης
- -α, -ικο1. αυτός που ζητάει συστηματικά από τους άλλους φιλοδωρήματα2. ο ζητιάνος3. θηλ. η ζητησιάραη απαιτητική σύζυγος ή ερωμένη, αυτή που ζητάει συνεχώς χρήματα για να καλύπτει προσωπικά της έξοδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζήτηση + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. γκριν-ιάρης, κλαψ-ιάρης)].
Dictionary of Greek. 2013.